συρίζει

συρίζει
σῡρίζει , συρίζω
Bis Acc.
pres ind mp 2nd sg
σῡρίζει , συρίζω
Bis Acc.
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Συρίζει — Συρίζω speak like a Syrian pres ind mp 2nd sg Συρίζω speak like a Syrian pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευροίζητος — εὐροίζητος, ον (Α) (για βέλος) αυτός που συρίζει ηχηρά, που κινείται με δυνατό σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροιζώ «σφυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συρικτής — ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής 2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”